Αινυμενός

Αινυμενός
ο
κύριο αντρικό όνομα τής Μυκηναϊκής που απαντά σε πινακίδα τής Πύλου [ai-nu-me-no].
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τονισμός τού ανθρωπωνυμίου ήταν πράγματι Αἰνυμενός, δηλ. με τονιζόμενη τη λήγουσα (πράγμα που δεν δηλώνεται από τη γραφή τής Μυκηναϊκής), τότε πρόκειται περί μετοχικού τύπου με αρχαιότατη μορφή τονισμού στη λήγουσα (πρβλ. Ὀρχομενὸς < Ἐρχομενός, δεξαμενή, Σωζαμενὸς) που στους μετέπειτα χρόνους υπέστη βαρυτονία, μετακίνηση τού τόνου στην προπαραλήγουσα (φωνητικός νόμος τού Wheeler), από όπου οι κανονικοί μετοχικοί τύποι ἐρχόμενος, δεξαμένη, σωζόμενος, αἰνύμενος κ.τ.ό.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αἰνύμενος — αἴνυμαι take pres part mid masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίνυμαι — αἴνυμαι (Α) (ποιητικό ρηματικό αποθεματικό) 1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ 2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι 3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να... 4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”